Δεν ήταν της θάλασσας. Το καταλάβαινες γρήγορα πως δεν ήταν από κείνους τους γλάρους που ζωή έχουν μόνο στην κουβέρτα, δεμένοι στο κατάρτι, ή κοιτώντας πίσω απ' το φινιστρίνι, αλάργα στον ορίζοντα πέρα, τα φώτα μιας Κασμπά. Και δεν ήταν θαλασσινός... όχι επειδή δεν έβρισκε το βήμα του στη θάλασσα, μα επειδή το έβρισκε στη στεριά...
***
Οι δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων στο έργο του Καββαδία· στεριανοί και θαλασσινοί. Ο ίδιος, γλάρος, ακόμη κι όταν ξέμπαρκος, ορκισμένος εραστής της θάλασσας, που θεωρούσε πως είναι η πιο ξεχωριστή γυναίκα. Λογαριάζει θαλασσινούς αυτούς που πιάνουν παρτίδες με την Απεραντοσύνη της από λόξα κι από λαχτάρα για τα μεγάλα μπάρκα. Και που για την αγάπη της, μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τους τυφώνες- τα κοριτσίστικα καπρίτσια της- και βρίσκουν το βήμα τους μόνο πάνω στην υγρή κινούμενη έκτασή της.
Κι οι στεριανοί ανεβαίνουν στα καράβια. Επιβάτες ή επαγγελματίες. Αυτούς τους δεύτερους ο Καββαδίας τους σιχαινόταν και τους σιχτίριζε. Κι αρρωσταίνουν, ζαλίζονται, φοβούνται· σαν άντρες που το βάζουν στα πόδια μπροστά στην απόλυτη αγάπη μιας γυναίκας. Και νομίζεις πως ο "Μαραμπού" λυπάται τους στεριανούς γιατί μπροστά στο Μέγα Μυστήριο της Θαλάσσης είναι ανεπαρκείς. Μα ξέρει καλά τη μοίρα του. "γιομάτη φύκια και ροδάνθη- αμφίβια μοίρα". Ξέρει καλά την κατάρα των ναυτικών.
"Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δεν φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά
σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά
εμούτζωσε τη θάλασσα και την εκατουράει"
(ΘΕΣΑΛΛΟΝΙΚΗ ΙΙ)
Ξέρει πως όσο τίμιοι είναι λοστρόμοι, μαρκόνια, θερμαστές, τόσο θεριά ανήμερα είναι μακριά "απ' τη βροχή και τον καιρό που μας ορίζει"· πως αυτός που βρίσκει το βήμα του στην κουβέρτα και συντονίζει τη ρότα της ζωής του με το άστρο του Αλμποράν, αυτός ζαλίζεται στη στεριά και δεν μπορεί να περπατήσει. Και είναι ο γιος που έφυγε "Μάνα, θα πάω στα καράβια", κι ο σύζυγος που λείπει και που τάχα μου ξέρει τις γυναίκες, μα δε μένει να ζει μ' αυτήν που ως λέει αγάπησε· παρά τη νοσταλγεί από τους τροπικούς και από το Στρόμπολι και παρέα του οι παπαγάλοι και των φάρων οι αναλαμπές. Είναι ο "ιδανικός κι ανάξιος εραστής, των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων", που έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί, με γυναίκες σε "σπίτια", δρόμους, λιμάνια και μυστηριώδεις πολιτείες κι επειδή γνώρισε πολλές καυχιέται πως τις ξέρει και πως τον σημάδεψαν.
Του κάκου! ο γενναίος της αγάπης ανασαίνει τον πνιγμό της, και το 'ξερε ο Καββαδίας πως δεν είναι όλες τους ίδιες, μ' απ' όλες έφευγε, γιατί φοβόταν τη δική του ανεπάρκεια αυτή τη φορά, την ανεπάρκεια στη στεριά...
"Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι, σε προστάζω.
Στον ώμο το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά."
(YARA YARA)
Κι εκεί στα ντοκ των λιμένων θα βρεις θαλασσινούς, τους λυπημένους εκείνους, που το μπάρκο λαχταρούν και το μπάρκο το φοβούνται, που δεν μπορούν να δουλέψουν για τη θάλασσα, όπως δεν θέλουν να πληρώσουν για τον έρωτα της μεγάλης τους αγάπης.
***
Αυτή ήταν η διαφορά του απ' τους θαλασσινούς. Δεν μέτραγε που δεν γνώριζε τον παλινώριο, μα που στεκόταν όρθιος στο ντοκ και περίμενε τον καιρό απ' όπου κι αν ερχόταν. Οι πόντοι του δεν ήταν γαλάζιοι, όπως στο Mal du Depart, αλλά ήταν κόκκινοι, σαν την πορφύρα που βγαίνει απ' το όστρακο· και κοιτώντας εκεί που ήθελε να φτάσει, όχι από φιλοδοξία, μα από αγάπη για τη ζωή, άφηνε χνάρια από το βήμα του σε σκονισμένες λεωφόρους, πλατείες, χωράφια και αμμουδιές. Και το δικό του ταξίδι: ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο, για μιαν άλλη ζωή, αυτό το Μεγάλο Μπάρκο. Γιατί τα μάτια του και το πρόσωπό του, όπως θα 'λεγε και ο ποιητής, "δε βολεύονται, παρά μόνο στον ήλιο", στον ήλιο των καταφώτεινων οριζόντων, πέρα απ΄ τα πέλαγα, στην ανοιχτή θάλασσα...
"Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές,
πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν κι εκείνα"
(ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ)
***
"Πού πρωτόδα τούτα τα δίχτυα; Ναι, θυμάμαι.
Τα ξέμπλεκαν κοντοί νησιώτες. Λοξομάτηδες.
Όλοι μαζί τα τίναζαν, τα πετούσαν τ' αψήλου
και τ' άφηναν να πέσουν καταγής. Το
ίδιο είδα να κάνουν και σε κεφαλονίτικα ψαροχώρια.
Στο Φισκάρδο, στην Άσσο. Λυπήσου εκείνους που δεν ονειρεύονται"
(ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΟΥ)
03/03/2015
για τα πλοία των ερώτων μας,
στεριανά ή θαλασσινά