Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

ΣΤΕΡΙΑΝΗ ΖΑΛΗ




Δεν ήταν της θάλασσας. Το καταλάβαινες γρήγορα πως δεν ήταν από κείνους τους γλάρους που ζωή έχουν μόνο στην κουβέρτα, δεμένοι στο κατάρτι, ή κοιτώντας πίσω απ' το φινιστρίνι, αλάργα στον ορίζοντα πέρα, τα φώτα μιας Κασμπά. Και δεν ήταν θαλασσινός... όχι επειδή δεν έβρισκε το βήμα του στη θάλασσα, μα επειδή το έβρισκε στη στεριά...

***

Οι δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων στο έργο του Καββαδία· στεριανοί και θαλασσινοί. Ο ίδιος, γλάρος, ακόμη κι όταν ξέμπαρκος, ορκισμένος εραστής της θάλασσας, που θεωρούσε πως είναι η πιο ξεχωριστή γυναίκα. Λογαριάζει θαλασσινούς αυτούς που πιάνουν παρτίδες με την Απεραντοσύνη της από λόξα κι από λαχτάρα για τα μεγάλα μπάρκα. Και που για την αγάπη της, μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τους τυφώνες- τα κοριτσίστικα καπρίτσια της- και βρίσκουν το βήμα τους μόνο πάνω στην υγρή κινούμενη έκτασή της.

Κι οι στεριανοί ανεβαίνουν στα καράβια. Επιβάτες ή επαγγελματίες. Αυτούς τους δεύτερους ο Καββαδίας τους σιχαινόταν και τους σιχτίριζε. Κι αρρωσταίνουν, ζαλίζονται, φοβούνται· σαν άντρες που το βάζουν στα πόδια μπροστά στην απόλυτη αγάπη μιας γυναίκας. Και νομίζεις πως ο "Μαραμπού" λυπάται τους στεριανούς γιατί μπροστά στο Μέγα Μυστήριο της Θαλάσσης είναι ανεπαρκείς. Μα ξέρει καλά τη μοίρα του. "γιομάτη φύκια και ροδάνθη- αμφίβια μοίρα". Ξέρει καλά την κατάρα των ναυτικών. 

"Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δεν φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά
σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά
εμούτζωσε τη θάλασσα και την εκατουράει"
(ΘΕΣΑΛΛΟΝΙΚΗ ΙΙ)

Ξέρει πως όσο τίμιοι είναι λοστρόμοι, μαρκόνια, θερμαστές, τόσο θεριά ανήμερα είναι μακριά "απ' τη βροχή και τον καιρό που μας ορίζει"· πως αυτός που βρίσκει το βήμα του στην κουβέρτα και συντονίζει τη ρότα της ζωής του με το άστρο του Αλμποράν, αυτός ζαλίζεται στη στεριά και δεν μπορεί να περπατήσει. Και είναι ο γιος που έφυγε "Μάνα, θα πάω στα καράβια", κι ο σύζυγος που λείπει και που τάχα μου ξέρει τις γυναίκες, μα δε μένει να ζει μ' αυτήν που ως λέει αγάπησε· παρά τη νοσταλγεί από τους τροπικούς και από το Στρόμπολι και παρέα του οι παπαγάλοι και των φάρων οι αναλαμπές. Είναι ο "ιδανικός κι ανάξιος εραστής, των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων", που έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί, με γυναίκες σε "σπίτια", δρόμους, λιμάνια και μυστηριώδεις πολιτείες κι επειδή γνώρισε πολλές καυχιέται πως τις ξέρει και πως τον σημάδεψαν.
Του κάκου! ο γενναίος της αγάπης ανασαίνει τον πνιγμό της, και το 'ξερε ο Καββαδίας πως δεν είναι όλες τους ίδιες, μ' απ' όλες έφευγε, γιατί φοβόταν τη δική του ανεπάρκεια αυτή τη φορά, την ανεπάρκεια στη στεριά...

"Με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι, σε προστάζω.
Στον ώμο το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά.
Απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω 
και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά."
(YARA YARA)

Κι εκεί στα ντοκ των λιμένων θα βρεις θαλασσινούς, τους λυπημένους εκείνους, που το μπάρκο λαχταρούν και το μπάρκο το φοβούνται, που δεν μπορούν να δουλέψουν για τη θάλασσα, όπως δεν θέλουν να πληρώσουν για τον έρωτα της μεγάλης τους αγάπης.

***

Αυτή ήταν η διαφορά του απ' τους θαλασσινούς. Δεν μέτραγε που δεν γνώριζε τον παλινώριο, μα που στεκόταν όρθιος στο ντοκ και περίμενε τον καιρό απ' όπου κι αν ερχόταν. Οι πόντοι του δεν ήταν γαλάζιοι, όπως στο Mal du Depart, αλλά ήταν κόκκινοι, σαν την πορφύρα που βγαίνει απ' το όστρακο· και κοιτώντας εκεί που ήθελε να φτάσει, όχι από φιλοδοξία, μα από αγάπη για τη ζωή, άφηνε χνάρια από το βήμα του σε σκονισμένες λεωφόρους, πλατείες, χωράφια και αμμουδιές. Και το δικό του ταξίδι: ο αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο, για μιαν άλλη ζωή, αυτό το Μεγάλο Μπάρκο. Γιατί τα μάτια του και το πρόσωπό του, όπως θα 'λεγε και ο ποιητής, "δε βολεύονται, παρά μόνο στον ήλιο", στον ήλιο των καταφώτεινων οριζόντων, πέρα απ΄ τα πέλαγα, στην ανοιχτή θάλασσα...

"Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές,
πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν κι εκείνα"
(ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ)



***

"Πού πρωτόδα τούτα τα δίχτυα; Ναι, θυμάμαι.
Τα ξέμπλεκαν κοντοί νησιώτες. Λοξομάτηδες.
Όλοι μαζί τα τίναζαν, τα πετούσαν τ' αψήλου
και τ' άφηναν να πέσουν καταγής. Το 
ίδιο είδα να κάνουν και σε κεφαλονίτικα ψαροχώρια.
Στο Φισκάρδο, στην Άσσο. Λυπήσου εκείνους που δεν ονειρεύονται"
(ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΟΥ)



03/03/2015
για τα πλοία των ερώτων μας, 
στεριανά ή θαλασσινά


ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΝ ΠΛΩ

ΝΑΥΤΙΚΟΙ


Navigare necesse est
vivere non est necesse



ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ -α/π. "Αντζουλέττα"- κοιτάζω τ' αστέρια με το γυαλί. Ποτέ μου δεν είδα καθαρότερον ουρανό. Ποτέ μου δεν ένιωσα όσο απόψε τη μαγγανεία των άστρων. Το Άλφα του Μεγάλου Ταύρου, ο θαυμάσιος Αλτεμπαράν εκπέμπει σ' όλο μου το κορμί το δηλητήριο της γοητείας του. Ο Αλταίρ το Άλφα του Αετού, ο Αλφεράτ το Άλφα της Ανδρομέδας.

Ο Ακενάρ του Ηριδανού, ο Μπελατρίξ, ο Αλφάρ και ο Ρασταμπάν κι άλλες χιλιάδες αμέτρητα φωτεινά στίγματα που οι Άραβες πρώτοι τα εβάφτισαν με τα γοητευτικότερα ονόματα που θα μπορούσε κανένας να φαντασεί. Οι κύκλοι που διαγράφουνε στο στερέωμα ορίζουν τη μοίρα μας, δυναστεύουνε τη ζωή μας, οδηγούνε τα βήματά μας. 
Οι αστρονόμοι του Μεσαίωνα υπήρξαν μεγάλοι ποιηταί. 
Συνεδύασαν την τροχιά της γης των ανθρώπων με την τροχιά των αστέρων.

Οι άνθρωποι που κατοικούνε στις πολιτείες τα βλέπουν τις νύχτες στους εξώστες των μεγάλων θερινών κέντρων, ή στις εκδρομές που κάνουν μέσα σε βάρκες έχοντας δίπλα τους τ' αγαπημένα τους πρόσωπα. Οι ναυτικοί μ'αυτά πορεύονται και μ'αυτά ζουν. Η επίδραση, που έχουν απάνω στη ζωή τους, είναι απείρως μεγαλύτερη και τρομερότερη.

[...]

Αυτοί που αγαπούν με πάθος τη θάλασσα, δεν μπορούνε ποτέ - είναι αποδεδειγμένο - να γίνουν επαγγελματίες θαλασσινοί. Κι αν ποτέ κατορθώσουν να γίνουν, θα πάψουν να την αγαπούν. Θα 'χετε ακούσει γι' αυτούς τους ναυτικούς που περισσότερο ζουν στα ντοκ των λιμένων κοιτάζοντας τα πλοία που φεύγουν και κάνουνε τους διερμηνείς στους ξένους ναύτες. Αυτοί είναι οι ανίατοι! Έχουν δουλέψει θερμαστές, ναύτες, καμαρώτοι, καρβουνιάρηδες, αλλά δεν ειδικεύτηκαν και δεν δούλεψαν περισσότερο από ένα μήνα την ίδια δουλειά και στο ίδιο πλοίο. Ποτέ δεν μπόρεσαν να συνηθίσουν τη θάλασσα.

Τους ζαλίζει. Σκοντάφτουν εκεί που άλλοι περπατούν ίσια, κλείνουν τα δάχτυλά τους μέσα στις πόρτες, δεν μπορούν να κυβερνήσουν τιμόνι, ενώ ξέρουν το μπούσουλα όσο κι οι άλλοι ναύτες. Αρρωσταίνουν και ξεμπαρκάρουν κλαίγοντας. Βλέπεις μέσα στα μάτια τους κάτι το παράξενο. Και στα σκεβρωμένα τους πρόσωπα κάτι το αλλοπαρμένο.
Αυτούς τους περιφρονούν και τους λένε Μπιτσκόμπερ.

Οι καλύτεροι ναυτικοί όλου του κόσμου είναι οι Ανναμίτες, Κλείνουνε μέσα τους όλη τη μαγγανεία των Θαλασσών και των Άστρων, χωρίς να τους βλάψει.

Είδα κάποτε στο Χάι Φογκ Ανναμίτες καπεταναίους. Φορούσαν ρόμπες μεταξωτές, μεγάλες ψάθες κι ήσαν ξυπόλυτοι. Κάπνιζαν τεράστια τσιμπούκια γιομάτα όπιο και περίμεναν στην παραλία να φορτώσουν για τα νησιά του Ειρηνικού τα καϊκια τους, τα πιο παράξενα πλεούμενα που έχω δει στη ζωή μου· είχαν πανιά ψάθινα γιομάτα παράξενα σχήματα.

Ταξιδεύουνε πάντα χωρίς μπούσουλα. Παίρνουν ύψος με δυο γυαλιά που κρατάνε στα δάχτυλα. Χτυπάνε τους σύφωνες με κάτι μαχαίρια τετράγωνα και ξορκίζουνε τους ανέμους. Πολλές φορές οι πορείες τους βγάζουν σε παράξενα νησιά από κοράλλι. Αυτοί δεν είναι ναυτικοί, είναι Μάγοι!

Αγαπώ περισσότερο απ' όλους τους τρελούς από την αγάπη της θάλασσας, τους Μπιτσκόμπερ. Ίσως γιατί είμαι συνάδελφός τους!


ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Try and think of something colourfull for this season...

"Ώ γλυκιά μελαγχολία του φθινοπώρου..."

Ήταν φθινόπωρο κι ήθελα ν’ ακούσω  το Submarine του Alex Turner. Διαβάζαμε στο αναγνωστήριο για την επαναληπτική εξεταστική. Καθίσαμε δίπλα δίπλα και μου έδωσες το ένα σου ακουστικό- “Im not the kind of fool whos gonna sit and sing to you…” και ο ήλιος του Σεπτέμβρη έδυε σκορπίζοντας χρυσό φως τριγύρω- “…about stars, girl”.

Πάει ένας χρόνος από τότε… και είναι κάτι τέτοιες μέρες φθινοπωρινές που κάνω κέφι να βάλω τη ζακέτα μου, να πιω ζεστό καφέ και να ακούσω τον Alex, τον Παυλίδη (κάτι πρωινά στο μπαλκόνι ή και απογεύματα, αρκεί να έχει ψιλόβροχο ή τουλάχιστον συννεφιά) – και κάτι υπέροχες νέες λίστες στο «κασετόφωνο». Να έρθεις απ’ το σπίτι και να πιούμε λικέρ φρούτα του δάσους (έβαλα φωτάκια στο φίκο και είναι μαγικά) ακούγοντας ένα δίσκο του Jeff Buckley.

Πέρασε ένας χρόνος … από την πρώτη συναυλία που ακούσαμε μαζί το «σαν εσένα», και ένας χρόνος από την πρώτη βόλτα στο «μικρό Παρίσι» της Αθήνας (Τετάρτη βράδυ στο Αλεξανδρινό, διαβάζαμε και κάτι γαλλικά βιβλία τότε), ένας χρόνος από τότε που πιστεύαμε ότι “everything works”, το γράφαμε και σε πανό(;) σαν άλλοι Beatles (we can work it out, we can work it out…)

Και είναι κάτι τέτοια απόβραδα του Σεπτέμβρη, που σκέφτομαι πως κάπου κάπως στο χώρο και στο χρόνο θα πρέπει να υπάρχει ένας παράδεισος και για μας… (ξέρεις τώρα, ένα μέρος που θα είναι πάντα Ιούλιος και Παρασκευή, και που θα'χει πάντα ήλιο...) all dogs go to heaven, τι διάολο… κάπου θα είναι κρυμμένες οι Κυριακές μας οι εκδρομές μας και τα πικ νικ που δεν προλάβαμε να κάνουμε. Κάπου εκεί θα βρεθούμε πάλι...
Και πέρασε ένας χρόνος από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε όλοι μαζί, τι μέρα! (ή τι νύχτα;) . Πέρασε ένας Δεκέμβρης και ένας Μάης και ένας Ιούλης και το πανηγύρι ζει, αλλά κάπου αλλού πια.
...

Πριν λίγες μέρες , στο αυτοκίνητο η Μαρία με ρώτησε αν πιστεύω πως θα ζήσουμε ξανά κάπως έτσι… δεν ήξερα τι να της απαντήσω, ένιωσα σαν να με ρωτάει η 6χρονη κόρη μου πώς γεννιούνται τα παιδιά ή γιατί γίνεται πόλεμος…:)


Να γράψουμε το cd μας… να γράψουμε ένα τραγούδι παρέα… για να αφήσουμε αποδείξεις για την ιστορία ότι περάσαμε. Κάπως έτσι…

Κάπως έτσι… έτσι όπως ποτέ δεν ήταν έτσι ξανά (Τζελαλαντίν Ρουμί)

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

she dreams in blue

Όλα γύρω σου είναι μπλε... Τα σεντόνια που κοιμάσαι, το δωμάτιο σου, ακόμα και τα μάτια σου φαίνονται μπλε κάτι ώρες. Και η μυρωδιά σου είναι γαλάζια με χαζοπράσινο, όπως το τραγούδι σου...

Αυτή η μουσική… σαν το γάργαρο γέλιο των ανθρώπων που έχουν κλάψει πολύ… έχει την ηρεμία και τη ροή της ομιλίας κάποιου που λέει μια ιστορία που ξέρει καλά. Μια ιστορία σαν παραμύθι. Σαν τα γαλάζια παραμύθια  που μου έλεγε ο μπαμπάς μου κάθε βράδυ μέχρι να κοιμηθώ, και βάφονταν και τα όνειρά μου στο χρώμα της θάλασσας… Μια ιστορία- η ιστορία μας.

Ταξίδι μέσα στο νερό και κάτω απ' τον ήλιο. Ένα πέρασμα  γύρω από το κελαρυστό νερό που αναβλύζει κάτω από πλατάνια και ιτιές. Πατώντας πάνω σε τυχαίες πέτρες βρεγμένες , στρογγυλευμένες από την αγκαλιά του νερού… πατώντας στις μύτες και πισωπατώντας, για να προετοιμάσεις ένα βήμα πιο σίγουρο, χορεύοντας το χορό του νερού. Και ο ήλιος να περνάει ανάμεσα στα φύλλα, καθώς τα χορεύει ο αέρας, κι όταν τα φύλλα αραιώνουν να κάνει το νερό να μοιάζει χρυσαφί…


Θέλω να ακούσω αυτή την ιστορία, πιστεύω κάτι θα βρω για μένα μέσα σ' αυτήν. Μια χαμένη αθωότητα. Θέλω να μου την πεις και να ταξιδέψω στη δική μου ιστορία, γιατί όταν παίζεις αυτή τη μουσική, νιώθω σαν κοριτσάκι, σαν αθώο κοριτσάκι που φοράει το μπλε του πουλόβερ και ονειρεύεται μπλε όνειρα..




Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014



Χρόνια ήθελε να αγοράσει ένα τζιπ. 
Ήταν το όνειρό του, το μεράκι του, που λένε.
Έκανε τις οικονομίες του και το πρόγραμμά του και κάποτε τα μάζεψε, το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει , έψαξε, ρώτησε, έμαθε, το αγόρασε...
Κατενθουσιασμένος με το νέο του αμάξι, έκανε σαν  το μικρό παιδί με το  καινούριο παιχνίδι.
Το φρόντιζε πολύ, το έπλενε, το σκούπιζε, το γυάλιζε, το χάζευε από το μπαλκόνι μέρα και νύχτα και το χαιρόταν πολύ.
Όταν το οδηγούσε, ξεχνούσε τα πάντα, κάθε διαδρομή ήταν μια εμπειρία που τον έκανε πολύ χαρούμενο. 
Και κάθε μέρα που το οδηγούσε ήταν σαν την πρώτη φορά.


Γρήγορα κανόνισε το πρώτο του ταξίδι. Κι από τότε ακολούθησαν πολλά, μα όλα ήταν ξεχωριστά, σαν ήταν το πρώτο.
Και κάθε μέρα που το οδηγούσε, ένιωθε πως το ‘χε μόλις αγοράσει…
Και ποτέ δεν άφηνε άλλον να το οδηγεί, από φόβο μην πάθει κάτι το ολοκαίνουριο αυτοκίνητό του.

Και πέρασαν χρόνια.

Και τότε ήρθε η κρίση, μα το τζιπ κατανάλωνε πολλή βενζίνη και είχε υψηλά  τέλη και δεν τα έβγαζε πέρα με αυτό το βάρος στα οικονομικά του…
Και ενώ δεν το ‘θελε καθόλου, έβαλε κάποτε αγγελία να το πουλήσει, και περνούσε ο καιρός, και ενώ δεν τα ‘βγαζε , κατά βάθος ήλπιζε να μη βρεθεί αγοραστής για να έχει μια καλή δικαιολογία να το κρατάει, έστω για να το βλέπει από το μπαλκόνι, για να χαίρεται το ταξίδι, αραιά και πού πια.
Κι όταν τελικά το πούλησε, η λύπη του ήταν μεγάλη, γιατί έχασε το ολοκαίνουριο αμάξι, που τόσα χρόνια περίμενε να αποκτήσει…


Και το απέκτησε… για μία μόνο μέρα.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Good Day Sunshine



Ανοίγεις το παράθυρο και το πρωινό φως λούζει το δωμάτιο...
Μια νέα αρχή, στ' αλήθεια, χωρίς χρέη από χθες, χωρίς να πρέπει να δώσεις λογαριασμό στο αύριο...
Μόνο εσύ κι εκείνη...
Ήχοι της ευτυχίας, η μηχανή του καφέ, το ραδιόφωνο, το δροσερό νερό στο πρόσωπό σου...
Το μαλακό σου πουλόβερ, με ωραίο χρώμα...
Τα κλειδιά του αυτοκινήτου, ο θόρυβος της μηχανής (αλήθεια τι θυμίζει περισσότερο ξεκίνημα από αυτό;) 
ένας νέος αγαπημένος δίσκος παίζει και... στο μυαλό ουράνια τόξα...
Ξύπνησες μεθυσμένος... από αυτήν... 
Μόνο εσύ κι εκείνη, σήμερα, μόνο εσύ κι εκείνη...

Σηκώνεις τα μανίκια για να βουτήξεις στο ρυθμό της, να φτιάξεις τον εαυτό σου μέσα της, να φτιάξεις τη ζωή σου, ένα μικρό βήμα είναι η υπέρβαση, ένα μικρό βήμα προς το όνειρο... ένα σχέδιο, ένα πλάνο, μια διαδρομή μέσα σου και έξω απ' το κουτί...
                 σήμερα θα είσαι στη φωτεινή πλευρά του δρόμου...


Χτυπάει το τηλέφωνο, συνάντηση... Ανυπομονείς, δεν βιάζεσαι, είναι όλη δική σου, θα την απολαύσεις... θα τη ζήσεις με όλες τις αισθήσεις...
τη βλέπεις στη λιακάδα, 
τη βρίσκεις στη γεύση του ζεστού σου καφέ,
την ακούς στο όμορφο τραγούδι που έβαλες να παίζει,
είναι στο γνώριμο άρωμα των αγαπημένων σου ανθρώπων,
στην αφή της ζεστής τους αγκαλιάς

είναι παντού, εκείνη, για σένα, σήμερα...
σε συναρπάζει στο φτερούγισμα της πεταλούδας...
στα ασήμαντα σημαντικά...

Σε συναρπάζει...
Μόνο εσύ κι εκείνη, σήμερα, μόνο εσύ κι εκείνη...

Η νέα μέρα...

https://www.youtube.com/watch?v=kRdtKUWn_wI





Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

κυριακάτικο καλοκαιρινό ξημέρωμα...

   


     Το πρώτο αεράκι της ημέρας μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο κάνοντας τη λευκή κουρτίνα να ανεμίζει. Στο τελείωμά της είναι κοφτή και το φως που τη διαπερνά, αφήνει κηλίδες ήλιου πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια. Ξημερώνει σε κάποιο γαλάζιο στρώμα και αυτή η αύρα... σαν να 'ναι πάντα Ιούλιος ή Παρασκευή.
     Ξυπνάς όταν ο ήλιος, ψηλά πια, σου γαργαλίσει τα βλέφαρα και έχεις αλήθεια μια απόκοσμη ομορφιά με το χρυσό φως στο πρόσωπό σου. Ανοίγεις τα μάτια... Η σκόνη που αιωρείται στο δωμάτιο παίρνει μια λάμψη σ'αυτό το φως, σχεδόν παραμυθένια. Το παράθυρο καδράρει τη θάλασσα που από ώρα σε περιμένει, και αν περάσει κανένας γλάρος, νιώθεις σαν να μην άκουσες ποτέ ομορφότερη και πιο απελευθερωτική μουσική από το φτερούγισμά του...


     Λες να σηκωθείς- χρειάζεσαι καφέ. Είσαι γυμνός, αλλά δεν σε νοιάζει- η απέναντι γειτόνισσα λείπει με τα παιδιά της από νωρίς στην παραλία. Και τότε, εκείνη έρχεται από πάνω σου... Τα μαλλιά της ξανθά στάχυα μοιάζουν χρυσαφένια στον ήλιο, στα μήλα και στους ώμους της καστανές ξανθές φακίδες σαν κόκκοι άμμου, γλείφει και δαγκώνει τα χείλια της, που έχουν το χρώμα του ροδάκινου. Θα ξαπλώσει μαζί σου και θα κάνετε έρωτα, προσπαθώντας να μπλεχτείτε μεταξύ σας και να ξεμπλεχτείτε από τα σεντόνια-δίχτυα (που θα 'λεγε και ο Ζερβουδάκης) και απ' έξω τζιτζίκια γεράνια γλάστρες βουκαμβίλιες σκαλιά και μπλε παντζούρια. 

     Χορτασμένος και ευτυχισμένος φεύγεις γυμνός για το μπάνιο... Θα κάνεις ένα κρύο ντους και όταν βγεις, εκείνη θα σε περιμένει με ελληνικό καφέ και στριφτό τσιγάρο...




     Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη- το μακό μπλουζάκι που φοράς έχει κολλήσει πάνω σου από την ιδρωμένη νύχτα.
Μα... πώς;
Και τότε καταλαβαίνεις πως όλα ήταν ένα όνειρο. Βγαίνεις στο μπαλκόνι να βεβαιωθείς, η θάλασσα έγινε δρόμος και οι περαστικοί γλάροι... απλά περαστικοί. Βεβαιώνεσαι. Χρειάζεσαι καφέ και μια ασπιρίνη. Και τότε θυμάσαι: είναι Κυριακή και ο Αύγουστος σιγά σιγά δύει- τελευταίες μέρες πριν επιστρέψεις ξανά σε αυτό που πάλευες να ξεφύγεις, όπως πάλευες μαζί της σε εκείνα τα σεντόνια.
Αλλά αυτό ήταν στην Αστυπάλαια, αυτό ήταν στη Φολέγανδρο και ήταν στη Λέρο, ήταν στην Ανάφη, ήταν στην Αλόννησο, ήταν στη Νάξο και ήταν στην Ηρακλειά, ήταν στη Σίκινο και ήταν χθες...